- ποικιλεύς
- ποικῐλ-εύς, έως, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλεύς — έως, ὁ, Α ποικιλτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + κατάλ. εύς (πρβλ. στραβ εύς)] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek